- χρειαζούμενα
- τα1) необходимые средства, необходимое;
έχουμε όλα τα χρειαζούμενα — у нас есть всё необходимое;
2) удобства;σπίτι με όλα τα χρειαζούμενα — дом со всеми удобствами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έχουμε όλα τα χρειαζούμενα — у нас есть всё необходимое;
σπίτι με όλα τα χρειαζούμενα — дом со всеми удобствами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χρειαζούμενος — η, ο, Ν 1. χρήσιμος, αναγκαίος 2. (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα χρειαζούμενα α) τα απαραίτητα για την επιτέλεση ενός έργου («προτού φύγεις έλεγξε αν έχεις πάρει μαζί σου όλα τα χρειαζούμενα») β) τα αναγκαία για τον εξοπλισμό ενός σπιτιού … Dictionary of Greek
χρειάζομαι — χρειάστηκα 1. έχω ανάγκη από κάποιον ή από κάτι: Χρειάζομαι λεφτά γι αυτή τη δουλειά. 2. είμαι αναγκαίος, είμαι χρήσιμος: Δε μου χρειάζεται αυτό το βιβλίο. 3. το απρόσ., χρειάζεται υπάρχει ανάγκη: Δε χρειάζεται να μου κάνεις μάθημα. 4. φρ., «Τα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απαραίτητος — η, ο (AM ἀπαραίτητος, ον) [παραιτούμαι] αυτός τον οποίο δεν μπορεί κανείς νά αποφύγει ή να παραλείψει («οι απαραίτητες ενέργειες», «η συνδρομή του είναι απαραίτητη») νεοελλ. 1. εκείνος που δεν έχει παραιτηθεί από κάποια θέση, εντολή ή αξίωμα 2.… … Dictionary of Greek
πλεούμενο — το / πλεούμενον, ΝΜ πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το ρ. πλέω με την κατάλ. τών μτχ. τών συνηρημένων ρ. ουμένος, ουμένη, ούμενο(ο) (πρβλ. μελλ ούμενα, πετ ούμενα, χρειαζούμενα)] … Dictionary of Greek
χρειάζομαι — ΝΑ [χρεία] έχω ανάγκη νεοελλ. 1. (αμτβ.) είμαι αναγκαίος, χρήσιμος, χρησιμεύω («δεν μού χρειάζεται πια η βοήθειά σου») 2. απρόσ. χρειάζεται υπάρχει ανάγκη, είναι ανάγκη («δεν χρειάζεται να μπεις σε κόπο για μένα») 3. (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως … Dictionary of Greek
χρειώδης — ες / χρειώδης, ῶδες, ΝΑ [χρεία] χρήσιμος, αναγκαίος νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα χρειώδη α) όσα απαιτούνται για την επιτέλεση ενός έργου, τα χρειαζούμενα β) (οικον.) τα αγαθά και οι υπηρεσίες που είναι αναγκαία για κατανάλωση αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek
χρειάζομαι — χρειάζομαι, χρειάστηκα βλ. πίν. 36 (και ως απρόσ. [δε] χρειάζεται) Σημειώσεις: χρειάζομαι : η μτχ. ενεστώτα χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό (τα χρειαζούμενα τα απαραίτητα, τα αναγκαία) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αφοπλίζω — όπλισα, ίστηκα, οπλισμένος 1. ξαρματώνω: Ο αστυνομικός κατόρθωσε να αφοπλίσει τον κακοποιό. 2. εξουδετερώνω τα επιχειρήματα κάποιου: Με αυτά που του είπες τον αφόπλισες. 3. αφαιρώ από πολεμικό πλοίο τον οπλισμό και τα χρειαζούμενα για να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)